ΕΠΙΛΗΨΙΑ
Το 1-2% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από επιληψία. Οι πρώτες περιγραφές της νόσου ανάγονται στο 2000 π.Χ. και συνήθως την απέδιδαν σε μεταφυσικά αίτια· οι αρχαίοι Έλληνες τη θεωρούσαν «ιερά νόσο» και ο πρώτος που αμφισβήτησε αυτήν την άποψη ήταν ο Ιπποκράτης, ο οποίος τη θεωρούσε νόσο του εγκεφάλου.
Επιληπτική κρίση ονομάζεται η παροδική εμφάνιση συμπτωμάτων εξαιτίας ανώμαλης, υπερβολικής ή συγχρονισμένης νευρωνικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο. Η μετάδοση των νευρικών ώσεων στους νευρώνες, όπως έχει αναφερθεί, γίνεται μέσω ηλεκτρικών ρευμάτων στις κυτταρικές μεμβράνες. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια επιληπτική κρίση απλουστευμένα ως μια μικρή «ηλεκτρική καταιγίδα», που μπορεί να δώσει τοπικά συμπτώματα ή όχι ανάλογα με την προσβεβλημένη περιοχή, και ακολούθως, αν επεκταθεί στον εγκέφαλο, να επηρεάσει όλο το σώμα, συμπεριλαμβανομένου και του επιπέδου συνείδησης.
Αφού αποκλειστεί το ενδεχόμενο το επεισόδιο να είχε μη επιληπτική αιτιολογία (όπως σε περίπτωση συγκοπής λόγω καρδιολογικού προβλήματος, κρίσης υπεραερισμού ή ψυχογενούς μη επιληπτικής κρίσης), το πρώτο βήμα του ειδικού είναι η κατηγοριοποίηση. Αδρά, οι επιληπτικές κρίσεις διακρίνονται σε εστιακής και γενικευμένης έναρξης. Οι εστιακές κρίσεις μπορούν να επηρεάσουν το επίπεδο αντίληψης ή όχι, ενώ στις γενικευμένες ο ασθενής ουσιαστικά χάνει πάντοτε την επαφή του με τα τεκταινόμενα. Και στα δύο είδη κρίσεων μπορεί τα αρχικά συμπτώματα να είναι κινητικά ή μη κινητικά [όπως διαταραχή του λόγου, προμνησία (déjà vu), ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, συναισθήματα άγχους, φόβου, χαράς κ.ά.]. Ας σημειωθεί ότι μια επιληπτική κρίση εστιακής έναρξης μπορεί να «γενικευθεί», όπως επίσης και ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί η βασική διάκριση μεταξύ εστιακού και γενικευμένου επεισοδίου να μην είναι εφικτή.
Επιληψία και επιληπτικά σύνδρομα
Μία μεμονωμένη επιληπτική κρίση δεν αρκεί πάντοτε για να τεθεί διάγνωση επιληψίας. Η επιληψία είναι μία νόσος του εγκεφάλου που χαρακτηρίζεται από:
- τουλάχιστον δύο απρόκλητες (ή αντανακλαστικές, π.χ. φωτοευαίσθητες) κρίσεις με μεσοδιάστημα πάνω από 24 ώρες,
- μία απρόκλητη (ή αντανακλαστική) κρίση και πιθανότητα περαιτέρω κρίσεων τουλάχιστον 60% μέσα στα επόμενα 10 έτη ή
- διάγνωση συγκεκριμένου επιληπτικού συνδρόμου.
Η επιληψία θεωρείται ότι έχει υποχωρήσει:
- στα άτομα με επιληπτικό σύνδρομο εξαρτώμενο από την ηλικία που έχουν υπερβεί τη σχετική ηλικία και
- στους ασθενείς που είναι ελεύθεροι κρίσεων τα τελευταία 10 έτη, χωρίς να λαμβάνουν αντιεπιληπτική αγωγή για τα τελευταία 5 έτη.
Σε έναν ασθενή με επιληψία, η περαιτέρω κατηγοριοποίηση εξαρτάται από το είδος των παρατηρούμενων κρίσεων και περιλαμβάνει τον εστιακό και τον γενικευμένο τύπο, τον συνδυασμό τους και τις περιπτώσεις με επιληψία άγνωστου τύπου. Αν σε έναν ασθενή διαπιστωθεί μια ομάδα χαρακτηριστικών που περιλαμβάνει συγκεκριμένα είδη κρίσεων, ηλεκτροεγκεφαλογραφικά και απεικονιστικά ευρήματα που τείνουν να συμβαίνουν παράλληλα, τότε συχνά μπορεί να γίνει διάγνωση ενός επιληπτικού συνδρόμου. Για πολλά επιληπτικά σύνδρομα είναι γνωστές οι ηλικίες εμφάνισης και υποχώρησης των κρίσεων, οι εκλυτικοί παράγοντες και η ημερήσια διακύμανση, ενώ ενδέχεται να συνοδεύονται από συγκεκριμένη νοητική και ψυχιατρική δυσλειτουργία και ειδικά ευρήματα στον παρακλινικό έλεγχο. Η διάγνωση λοιπόν ενός επιληπτικού συνδρόμου, αν και δεν είναι πάντοτε εφικτή, δίνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την αιτιολογία, την πρόγνωση και τη θεραπεία του επιληπτικού ασθενούς.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η επιληψία δεν αφορά μόνο τις λεγόμενες γενικευμένες τονικο-κλονικές κρίσεις. Σε μια τέτοια κρίση, που οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονται όταν ακούν τον όρο «επιληψία», ο πάσχων, ενδεχομένως μετά από κραυγή, χάνει την αντίληψη του περιβάλλοντος και παρουσιάζει τονικό σπασμό («τέντωμα») των μυών του με αποτέλεσμα πτώση στο έδαφος και αναστολή της αναπνοής, πιθανόν με κυάνωση του δέρματος. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ακολουθεί η κλονική φάση, με γενικευμένους σπασμούς (ρυθμικές κινήσεις) των τεσσάρων άκρων για περίπου ένα λεπτό. Ακολουθεί η μετακριτική φάση, συνήθως με ύπνο· ο ασθενής συνήθως ανακτά σταδιακά την επαφή του με το περιβάλλον σε μισή ώρα, ενίοτε περισσότερο. Δεν έχει ανάμνηση του συμβάντος, ενδέχεται να έχει δαγκώσει τη γλώσσα ή το μάγουλό του και να έχει παρουσιάσει απώλεια ούρων ή/και κοπράνων. Αν βρεθούμε μάρτυρες ενός τέτοιου επεισοδίου, πρέπει να προσπαθήσουμε να φέρουμε τον πάσχοντα σε θέση ανάνηψης (στο αριστερό πλάγιο) και να προστατεύσουμε το κεφάλι του από χτυπήματα σε γύρω αντικείμενα. Το φαινόμενο είναι αυτοπεριοριζόμενο, δεν ξεπερνά σε διάρκεια τα δύο λεπτά και συνεπώς δεν συνιστά άμεσο κίνδυνο για τη ζωή. Αν, σπανίως, η διάρκεια ενός επιληπτικού επεισοδίου υπερβεί τα 5 λεπτά, ενδέχεται ο ασθενής να εισέρχεται σε επιληπτική κατάσταση, οπότε πρέπει να μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο για εξειδικευμένη αντιμετώπιση.
Διάγνωση και θεραπεία
Διαγνωστικά, προσπαθούμε να αναδείξουμε την ανώμαλη ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο με ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ) και να αποκλείσουμε τυχόν δομικές βλάβες με μαγνητική ή αξονική τομογραφία εγκεφάλου. Σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται και καρδιολογικός ή γονιδιακός έλεγχος. Θεραπευτικά, χορηγούνται αντιεπιληπτικά φάρμακα, όπως βαλπροϊκό, λαμοτριγίνη, λεβετιρακετάμη, καρβαμαζεπίνη, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις τον πλήρη έλεγχο ή τον σημαντικό περιορισμό των κρίσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις λύση μπορεί να δώσουν η νευροχειρουργική, η διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου ή η κετογονική δίαιτα. Οι συχνότερες αιτίες επανεμφάνισης κρίσεων σε έναν ρυθμισμένο ασθενή είναι η κακή συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή (π.χ. παράλειψη δόσεων), η λήψη αλκοόλ ή ουσιών και η έλλειψη ύπνου. Σε κάθε περίπτωση, επειδή η πρόληψη των κρίσεων με την αντιεπιληπτική αγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ποτέ βέβαιη, ο ασθενής του οποίου η νόσος δεν έχει υποχωρήσει πρέπει να αποφεύγει δραστηριότητες που μπορούν να εκθέσουν τον ίδιο ή/και άλλους σε κίνδυνο. Τέλος, η νομοθεσία κάθε χώρας ορίζει αναλυτικά κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί ο ασθενής με επιληψία να ξαναρχίσει να οδηγεί.